- τετρακόσιοι
- ες и αι , α четыреста;
§ τα έχει τετρακόσιοια — он человек с головой; — его не проведёшь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ τα έχει τετρακόσιοια — он человек с головой; — его не проведёшь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τετρακόσιοι — four hundred masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρακόσιοι — ες, α / τετρακόσιοι, αι, α, ΝΜΑ, και τετρακόσοι, ες, α, Ν, και μτγν. τ. τεσσαρακόσιοι και δωρ. τ. τετρακάτιοι και ποιητ. τ. τετρηκόσιοι, αι, α, Α (απόλ. αριθμτ.) 1. τέσσερεις εκατοντάδες (400) 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι τετρακόσιοι (στην… … Dictionary of Greek
τετρακοσίων — τετρακόσιοι four hundred fem gen pl τετρακόσιοι four hundred masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Четыреста — • Τετρακόσιοι, олигархический совет в Афинах. Может быть, еще со времен Кимона началось учреждение клубов (ε̉ταιρίαι), в которых собирались недовольные политическим строем государства с целью его ниспровержения. Процесс гермокопидов и … Реальный словарь классических древностей
τετρακοσιέων — τετρακόσιοι four hundred masc/fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρακοσίαις — τετρακόσιοι four hundred fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρακοσίοις — τετρακόσιοι four hundred masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρακοσίοισι — τετρακόσιοι four hundred masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρακοσίους — τετρακόσιοι four hundred masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρακόσια — τετρακόσιοι four hundred neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρακόσιαι — τετρακόσιοι four hundred fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)